Ίχνη εθνογραφικής λαογραφίας – «Ένδυμα Ψυχής»
Η παράδοση με την πολυσημική και εν πολλοίς επίκτητη ταυτότητά της από τη μια παρέχει πλούσιο υλικό στην έρευνα και από την άλλη εμπνέει δημιουργούς να αυτοσχεδιάζουν, να αναμειγνύουν τεχνικές και να τάσσονται με σύγχρονα υβριδικά έργα στην υπηρεσία της τέχνης.
Εκατόν είκοσι μία φορεσιές – από την ενδυματολογική συλλογή του Λαογραφικού Τμήματος του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου (ΕΙΜ) της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος (ΙΕΕΕ) – πρωτογενές υλικό, πολλών κτητόρων και πολλών τόπων, απαθανατίστηκαν φορεμένες από επαγγελματίες και μη του μόντελιγκ και αποτυπώνουν με τη σκηνοθετική επέμβαση του φωτογραφικού φακού ενδύματα και αξεσουάρ του δέκατου όγδοου και του δέκατου ένατου αιώνα. Αρκετά από τα πορτρέτα αυτά τυπώθηκαν σε βαμβακερό καμβά – υλικό που επιδέχεται πρόθυμα επιπλέον επεξεργασία – και κεντήθηκαν με χρυσές, ασημένιες, μεταξωτές και βαμβακερές κλωστές, σιρίτια και κορδόνια, με βελονιές που υπέδειξαν ή ενέπνευσαν τα ίδια τα πρωτότυπα ενδύματα: μεταξοβελονιά, αλυσίδα, βυζαντινό ψαροκόκαλο, ριζοβελονιά κ.ά. Και έτσι προέκυψαν σε τρεις διαστάσεις η χρυσοκέντητη ενδυμασία του Μακρυγιάννη και το κοντογούνι της Ρόζας Μπότσαρη, με ασημί γαϊτάνια και κορδόνια η φορεσιά του Δημήτρη Μαυρομιχάλη, με ολομέταξες κλωστές η καθημερινή γυναικεία της Ίου και αυτή της ηπειρώτισσας σαρακατσάνας. Πορφυρό κόκκινο, άσπρο σαμπανιζέ και άλλα πολλά αποδίδονται με βελονιές σε απεικονίσεις φουστανέλας, μπόλιας ή σεγκουνιού˙ οι δημιουργίες των καλλιτεχνών, φωτογραφίας Βαγγέλη Κύρη και κεντητικής Ανατόλι Γκεοργκίεφ, «Ένδυμα Ψυχής», σύγχρονα έργα τέχνης με παραδοσιακές τεχνικές και σύγχρονες μεθόδους προβάλλουν έργα τέχνης των επαναστατικών και πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων, ρούχα ασήμων και διασήμων, κατοίκων διάφορων περιοχών, νησιωτών, στεριανών, ανδρών και γυναικών, υπασπιστών, οπλαρχηγών κ.λπ. και συγκινούν με την καλλιτεχνική ευαισθησία και την τεχνική αρτιότητά τους εκτιθέμενα σε μουσειακούς χώρους και γκαλερί. Ένα τμήμα της συλλογής, οι νησιωτικές ενδυμασίες, παρουσιάστηκε (22 Ιουνίου – 30 Σεπτεμβρίου 2021) από την ΙΕΕΕ στην Ιστορική Οικία Λαζάρου Κουντουριώτη (παράρτημα του ΕΙΜ) στην Ύδρα, ένα άλλο στο Μέγαρο Χορού Καλαμάτας (7/8/2021 ως 11/9/2021) με τη χορηγία του Ιδρύματος Καρέλια, και μεμονωμένα δείγματα φιλοξενήθηκαν αλλού μαρτυρώντας την ιστορία ανθρώπων και τόπων. Το σύνολο των έργων θα επανακληθεί μετά το καλοκαίρι του 2022 και θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά στην Παλαιά Βουλή, εκεί όπου στεγάζεται η αυθεντική συλλογή της Εταιρείας.
Οι κεντημένες φωτογραφίες επιχειρούν να μετατρέψουν σε κομψό ντελικάτο κειμήλιο αυτό που έχει ήδη την ιδιότητα του εθνικού κειμηλίου από την εποχή που η μελέτη της παράδοσης ανήχθη σε επιστήμη[1] και αποτέλεσε εργαλείο ερμηνείας της ιστορίας του έθνους.[2] Ας σημειωθεί ότι η πρώτη μεθοδική κίνηση για τη διάσωση και την περισυλλογή έργων του λαϊκού πολιτισμού εντοπίζεται το 1882, χρονιά της ίδρυσης της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος που αντιμετωπίζει τα μουσειακά εκθέματα ως «”μνημεία του εθνικού βίου”»[3] . Χρόνια μετά, την εποχή που εορταζόταν η εκατονταετηρίδα της Ελληνικής Επανάστασης, λαογράφοι, ιστορικοί, λογοτέχνες και άλλοι διανοούμενοι και μέλη των αρχουσών ελίτ, τι άλλο είναι άραγε οι ελίτ, αφού ενσωμάτωσαν τα επιμέρους τοπικά στοιχεία σε ένα συμπαγές ενιαίο σύνολο και ομογενοποίησαν την παράδοση, την αντιμετώπισαν αυτή τη φορά περισσότερο επιστημονικά και μεθοδευμένα ως εργαλείο συγκρότησης της ελληνικότητας (υποκατάστατο της Μεγάλης Ιδέας)[4] και άρχισαν σύμφωνα με τα «κριτήρια πολιτισμού» της αστικής κουλτούρας[5] να την εξωραΐζουν και να την αναπαράγουν ενισχύοντας την παραγωγή καταναλωτικών αστικών αγαθών σύμφωνων με τον αισθητισμό, τον ελληνοκεντρισμό και τον νεοτερισμό των συλλεκτών, των λαογράφων και των εικαστικών, αντιστοίχως,[6] που συναρπάζονταν από την επιστροφή στις ρίζες.[7]
Κατά την πρόσληψη των σημερινών εικαστικών και των άλλων συντελεστών του «Ενδύματος Ψυχής», η «μαγεία» των μέσων εξωραΐζει με τη σειρά της τα παραδοσιακά ενδύματα μετατρέποντας σε άυλο το υλικό και έτσι αποδίδει τιμές στους κατόχους τους και την εποχή τους και ντύνει την επέτειο της διακοσιετηρίδας με την πατίνα της πολυτέλειας και της υψηλής εικαστικής αισθητικής δίνοντας παράλληλα στις φόρμες, τις μορφές και τα πρόσωπα παραμυθικές διαστάσεις.
Κρυσταλλία Μαρκάκη, Δρ Ιστορίας, μεταδιδακτορική ερευνήτρια ΔΠΘ
[1] Κλειώ Γκουγκουλή-Τέτη Χατζηνικολάου (επιμ.), «Μουσεία και λαϊκός πολιτισμός», Εθνογραφικά, τόμος 12-13, Ναύπλιο, 2003, σ. 12.
[2] Στο ίδιο, σ. 13.
[3] Από το Καταστατικό της ΙΕΕΕ, όπως παρατίθεται ό.π., σ.12.
[4] Ευγένιος Ματθιόπουλος, «Εικαστικές τέχνες», Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, τόμος Β’, μέρος 2ο, σ. 408.
[5] Νίκος Ποταμιάνος, «Κανόνες, απαγορεύσεις και αυτολογοκρισία στο καρναβάλι της Αθήνας (1887-1920)», Πηνελόπη Πετσίνη, Δημήτρης Χριστόπουλος (επιμ.), Η λογοκρισία στην Ελλάδα, Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ, Αθήνα 2016. σ. 78.
[6] Ματθιόπουλος, ό.π.
[7] Στο ίδιο, σ. 410.