21 Ιστορίες για το ’21
Πώς επιδρούν οι επέτειοι στον τρόπο που σκεφτόμαστε ένα ιστορικό γεγονός; Οι εθνικές επέτειοι δεν είναι μόνο εκφάνσεις της δημόσιας ιστορίας – αφορμές για πανηγυρικούς, τελετές μνήμης, παρελάσεις και κάθε είδους εορτασμό. Οι επέτειοι συχνά παράγουν νέες κατανοήσεις του παρελθόντος, προσκαλώντας μας να σκεφτούμε εκ νέου πάνω σε εδραιωμένα αφηγήματα, να τα διευρύνουμε, να τα επαναπλαισιώσουμε, να τα εμπλουτίσουμε ή ακόμη και να τα αμφισβητήσουμε. Οι επέτειοι συχνά παράγουν ιστορία. Μια τέτοια συμβολή στην ανανέωση και τον επανακαθορισμό του τρόπου που σκεφτόμαστε την Ελληνική Επανάσταση αποτελεί η έκδοση της Ελληνικής Αρχειακής Εταιρείας «21 ιστορίες για το ’21», που εκδόθηκε υπό την αιγίδα της Επιτροπής Ελλάδα ’21, το 2021.
Η λογική στην οποία στηρίζεται το βιβλίο είναι από μόνη της ενδιαφέρουσα: με αφετηρία ιστορικά τεκμήρια που αφορούν την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης, ιστορικοί, αρχειονόμοι και φιλόλογοι – άνθρωποι που έχουν στενή και καθημερινή επαφή με τα αρχεία – συνθέτουν κείμενα που κινούνται μεταξύ των ιχνών του παρελθόντος και της ιστορικής φαντασίας. Με τη μοίρα των αιχμαλώτων, ιδιαίτερα όσων βρίσκονταν ακόμη σε νεαρή ηλικία, καταπιάνεται η Έλλη Δρούλια-Μητράκου, εκκινώντας από ένα περιστατικό αιχμαλωσίας που απασχόλησε τη Βουλή των Ελλήνων το 1827. Με τον τρόπο που βίωσαν την Επανάσταση οι νέοι στο μεταίχμιο της ενηλικίωσης καταπιάνονται και οι Ουρανία Παπαδοπούλου και Εύη Καπώλη, εστιάζοντας στη ζωή των παιδιών που στρατεύτηκαν από τη μικρή ηλικία των δεκατριών ετών, με αφορμή το βιογραφικό σημείωμα παιδιού που εγγράφηκε στο Κεντρικό Σχολείο της Αίγινας το 1830, μετά την αποστράτευσή του. Ο Δημήτρης Δημητρόπουλος και η Θεοδώρα Αλεξοπούλου αποτυπώνουν τη σημασία της πειρατείας στη διάρκεια της Επανάστασης και ο Γιώργος Τσακνιάς, η Αμαλία Παππά και η Ελένη Θεοδωροπούλου μιλούν για την πολιορκία του Μεσολογγίου και την αγωνία για την τύχη των πολιορκημένων. Η Ντίνα Αδαμοπούλου περιγράφει τη μοίρα των αιχμαλώτων μέσω της εξιστόρησης ενός περιστατικού που συνέβη στην Ύδρα το 1825, ενώ η Άννα Κουλικούρδη φέρνει στο φως επεισόδια από τις εντάσεις στο εσωτερικό της Επανάστασης. Η Κουλικούρδη σε άλλες δύο συμβολές της στον τόμο επικεντρώνεται στη ζωή των γυναικών και στην καθημερινότητά τους – θέμα για το οποίο γράφουν και η Αμαλία Παπά και η Θεοδώρα Αλεξοπούλου στη δεύτερη συμβολή της στο συλλογικό αυτό έργο. Η συναισθηματική φόρτιση της συγγραφής των απομνημονευμάτων του πολέμου, το πώς η εμπειρία μετατρέπεται σε κείμενο, απασχολεί τους Κώστα Ανδριώτη και Νίκο Ανδριώτη. Η Αννίτα Πρασσά και η Μαρία Δημητριάδου φωτίζουν, αντίστοιχα, τον ρόλο των μοναστηριών και των μοναχών στη διάρκεια της Επανάστασης, ενώ με τα γράμματα και τις σχολές της περιόδου ασχολείται η Ελένη Θεοδωροπούλου, η οποία στη δεύτερη συμβολή της στον τόμο καταπιάνεται με το θέμα των προσφύγων και την αντιμετώπισή τους κατά τη διάρκεια του Αγώνα. Τέλος, ο Κωνσταντίνος Θανασάκης παρουσιάζει το θέμα των ξένων που έφθασαν στην επαναστατημένη Ελλάδα και τις εντυπώσεις τους από την Επανάσταση.
Το ενδιαφέρον αυτού του συλλογικού τόμου είναι ότι αποτελεί άσκηση πάνω στη δημόσια ιστορία. Με ποιον τρόπο; Καταρχάς διαβάζεται ευχάριστα, κεντρίζοντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Τα κείμενά του έχουν περισσότερο τη μορφή σύντομων διηγημάτων, καθένα από τα οποία οδηγεί σε μια περιήγηση στην καθημερινότητα της Επανάστασης μέσα από τις περιπέτειες των πρωταγωνιστών του. Δεν είναι όμως μόνο οι προσωπικές ιστορίες που έχουν σημασία. Κάθε μία από τις ιστορίες που περιέχει ο τόμος μετατρέπεται σε παράθυρο για να παρακολουθήσει ο αναγνώστης τι σήμαινε να ζει κανείς τον καιρό των μεγάλων οραμάτων και των ελπίδων, αλλά και των μεγάλων αναστατώσεων και της ανασφάλειας που δημιουργούσε η επαναστατική πραγματικότητα. Έτσι, παρότι οι ιστορίες του βιβλίου διαβάζονται από την κοινότητα των ιστορικών, οι οποίοι βρίσκουν σε αυτές τη συνάντηση της απτότητας και της αποσπασματικότητας των τεκμηρίων με την ιστορική φαντασία, δεν απευθύνονται μόνο σε αυτήν. Απευθύνονται σε πολύ ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Το βιβλίο είναι γραμμένο με τρόπο που δεν απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις της περιόδου ή των γεγονότων για να παρακολουθήσει κανείς τις ιστορίες του. Το μόνο που απαιτεί είναι να είναι κανείς εξοικειωμένος με ό,τι θεωρείται «κοινή γνώση» για την Ελληνική Επανάσταση, κομμάτι της ελληνικής ιστορικής κουλτούρας. Από αυτήν την άποψη, το βιβλίο βρίσκεται στο σημείο που συναντιούνται η υπάρχουσα ιστορική κουλτούρα με τα υλικά της μεταμόρφωσής της – υλικά διάσπαρτα, μικρά, με έντονους συναισθηματικούς τόνους, αλλά και σχετιζόμενα με τις αγωνίες και τα ερωτήματα του παρόντος.
Αυτή είναι και η μεγάλη συνεισφορά αυτού του τόμου, το ότι δηλαδή δίνει σάρκα και οστά, φέρνει στο πεδίο της εμπειρίας, όσα συνήθως παρουσιάζονται με αφαιρετικό τρόπο στα αρχειακά τεκμήρια ή στα ιστορικά κείμενα που είναι στραμμένα αποκλειστικά στην ακρίβεια. Οι 21 ιστορίες αποτελούν άσκηση ισορροπίας ανάμεσα στην ιστορική ακρίβεια και στην αλήθεια του παρελθόντος. Τι σήμαινε για μια μάνα να χάνει το παιδί της στις εχθροπραξίες; Πώς διατάραξε η Επανάσταση τις οικογενειακές ισορροπίες; Ποιοι και πότε θεωρήθηκαν πρόσφυγες και τι δυναμικές αναπτύχθηκαν μεταξύ των ντόπιων και των προσφύγων; Τι σήμαινε η Επανάσταση για τα παιδιά που μεγάλωσαν στη διάρκειά της; Ποια ήταν η υλικότητα των οικονομικών της; Τι σήμαινε για τους ανθρώπους που τα διαχειρίστηκαν; Αυτά είναι λίγα μόνο από τα ερωτήματα που απασχολούν τους συγγραφείς του βιβλίου. Τα πραγματεύονται μέσα από τον φακό των μικροϊστοριών που προσφέρουν τα αρχειακά τεκμήρια, αφήνοντας ταυτόχρονα την ιστορική τους φαντασία να τα εμπλουτίσει, χωρίς να τα παραποιεί, να τους δώσει την ενάργεια και την απτότητα που απαιτείται για να εγγραφούν στη συλλογική μνήμη ως επεισόδια της περιόδου.
Οι «21 ιστορίες για το ’21» αποτελούν ένα εξαιρετικό παράδειγμα για το πώς κάνουμε και για το πώς επικοινωνούμε τη δημόσια ιστορία – με τρόπο υπεύθυνο, πιστό στα ίχνη του παρελθόντος, αλλά ταυτόχρονα με τρόπο που να έχει νόημα για το παρόν. Με τρόπο δηλαδή που να απαντά στα σύγχρονα ερωτήματα για το παρελθόν – στην προκειμένη περίπτωση στα ερωτήματα που αφορούν την ιστορία από τα κάτω, την ιστορία των πολλών και των ανωνύμων, αυτή που δεν έχει βρει ακόμη τη θέση της στο επίσημο αφήγημα για την Επανάσταση. Είναι ακόμη μια ιστορία που φτιάχνεται με ψηφίδες και λειτουργεί καλειδοσκοπικά. Δεν δίνει ένα ενιαίο αφήγημα το βιβλίο – οι ιστορίες του όμως μας επιτρέπουν να αποκτήσουμε μια αίσθηση για το πώς ήταν η πραγματικότητα της εποχής. Μας επιτρέπουν να δούμε τις ρωγμές και τις ασυνέχειες, τις αβεβαιότητες των ανθρώπων και πώς αυτοί πρωταγωνίστησαν στο γεγονός της Επανάστασης, αλλά και πώς το ίδιο το γεγονός τούς διαμόρφωσε μέσα από τη δυναμική του. Και αυτή είναι μια συνεισφορά θεμελιακή για τον τρόπο που σκεφτόμαστε το παρελθόν, όχι αφηρημένα, αλλά σε συνάρτηση με την ανθρώπινη δράση, τις δύσκολες αποφάσεις, τις αντιφάσεις και τα οράματα, τις απογοητεύσεις και τις ελπίδες που αποτελούν την κινητήρια δύναμή της.
Αιμιλία Σαλβάνου, μεταδιδακτορική ερευνήτρια ΔΠΘ