Τα απομνημονεύματα της Επανάστασης

Τα απομνημονεύματα αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία ιστορικών πηγών. Κινούνται ανάμεσα στη μνήμη και την επιθυμία να ιστοριογραφηθεί το παρελθόν, συνθέτοντας μια εικόνα του παρελθόντος αναπόσπαστα δεμένη με την εμπειρία του υποκειμένου. Σε αντίθεση με τα ημερολόγια, που σε μεγάλο βαθμό αποτελούν διάλογο με τον εαυτό, τα απομνημονεύματα είναι γραμμένα για να διαβαστούν, για να επικοινωνήσουν τη μνήμη. Γι’ αυτό και συχνά η αξία τους ως ιστορική πηγή αμφισβητήθηκε, κυρίως με το επιχείρημα ότι όσα καταγράφονται σε αυτά αποτελούν εξ ορισμού την υποκειμενική ματιά του αφηγητή στα γεγονότα στα οποία πρωταγωνίστησε. Ο φόβος ότι ο αφηγητής εξιδανικεύει τον ρόλο του ή ότι στην αφήγηση παρεισφρέουν προσωπικές συμπάθειες ή ανταγωνισμοί αποτελούν ενστάσεις που διατυπώνονται συστηματικά σε ό,τι αφορά την αξιοποίηση των απομνημονευμάτων ακόμη και μέχρι το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα. Μέχρι σήμερα, άλλωστε, ιδιαίτερα στη σφαίρα αυτού που συμβατικά ονομάζουμε δημόσια ιστορία και πιο συγκεκριμένα στη σχολική ιστορική εκπαίδευση, συχνά αναφέρονται ως έμμεσες ιστορικές πηγές και ως συναρπαστικά αναγνώσματα που ζωντανεύουν μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο.

Παρόλα αυτά, σταδιακά, η σημασία των απομνημονευμάτων για την ανίχνευση του παρελθόντος αρχίζει να επανεκτιμάται στην ιστοριογραφία, καθώς νέα ερωτήματα ανανεώνουν το πεδίο ενδιαφέροντος, τις μεθοδολογίες καθώς και το τι αξιοποιείται ως πηγή. Η στροφή προς την υποκειμενικότητα και το νόημα που αποδίδουν τα ίδια τα υποκείμενα στην εμπειρία τους, το ενδιαφέρον για την καθημερινότητα, τα συναισθήματα και τις σχέσεις των ανθρώπων, η ίδια η μαρτυρία ως τρόπος κατασκευής του εαυτού και το πώς αυτή συνδυάζεται με την ιστορική δράση είναι λίγα μόνο από τα θέματα που ενθάρρυναν την επανεξέταση της σημασίας των απομνημονευμάτων στην ιστορική έρευνα.

Ενόψει του εορτασμού της επετείου των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση, το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία διοργάνωσε τον Μάρτιο του 2019 ένα συνέδριο που επικεντρώθηκε στα απομνημονεύματα και την ιστορική τους χρήση. Τα πρακτικά του εκδόθηκαν έναν χρόνο αργότερα, με τίτλο «1821 και απομνημονεύματα. Ιστορική χρήση και ιστοριογραφική γνώση», σε επιστημονική επιμέλεια των Δημήτρη Δημητρόπουλου, Βαγγέλη Καραμανωλάκη, Νίκης Μαρωνίτη και Παντελή Μπουκάλα. Οι ανακοινώσεις του συνεδρίου, από διακεκριμένους και νέους ιστορικούς της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά και το στρογγυλό τραπέζι με θέμα τη σχέση της μαρτυρίας με την ιστορία, με το οποίο έκλεισαν οι εργασίες του, φώτισαν τον πολλαπλό τρόπο με τον οποίο τα απομνημονεύματα μπορούν να πλουτίσουν την ιστορική κατανόηση, αλλά και βοήθησαν να κατανοήσουμε τους λόγους για τους οποίους έχουν αποκτήσει τέτοια βαρύτητα στη συλλογική μνήμη.

Η συμβολή του Αλέξη Πολίτη φωτίζει την πορεία της υποδοχής των απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη και το πώς εξάπτουν το φαντασιακό και συνομιλούν με τα κοινωνικά αιτήματα του 20ου αιώνα. Ο Χρήστος Λούκος εξηγεί πώς τα απομνημονεύματα του Κασομούλη μπορούν να διαβαστούν με μια νέα ματιά εμπλουτίζοντας τις γνώσεις μας για την Επανάσταση, με ερωτήματα που ως τώρα δεν έχουν απασχολήσει συστηματικά την ιστοριογραφία. Με τα απομνημονεύματα του Κασομούλη ασχολείται και ο Διονύσης Τζάκης, στο ίδιο πνεύμα με τον Λούκο, εστιάζοντας ωστόσο στον αρματολισμό και στη συμβολή των προφορικών μαρτυριών, τις οποίες αξιοποίησε για την ανάδειξη της σημασίας της ανθρωπογεωγραφίας της Επανάστασης και την κατανόησή της. Ο Θάνος Αγγελίδης αναλύει τους Λόγους του Σπυρίδωνα Τρικούπη για να αναδείξει την κοσμοθεωρία της Επανάστασης εν τη γενέσει της. Ο Νίκος Ροτζώκος ξαναδιαβάζει τα απομνημονεύματα των Πελοποννησίων αγωνιστών για να διερευνήσει τη συγκρότηση των περιφερειακών ταυτοτήτων και να αναδείξει τον νεωτερικό, πολιτικό τους χαρακτήρα και τον τρόπο που συμπληρώνουν την εθνική ταυτότητα. Με τις ταυτότητες ασχολείται και ο Παναγιώτης Στάθης, εστιάζοντας στα σουλιώτικα απομνημονεύματα και διερευνώντας πώς συγκροτούν και συμπυκνώνουν μια σειρά από στερεότυπα που σταδιακά ενεγράφησαν στον κορμό της ηρωικής μνήμης της Επανάστασης. Ο Παντελής Μπουκάλας καταπιάνεται με μια διαφορετική μορφή μνήμης, αυτή που περνάει μέσα από τα δημοτικά τραγούδια, ή καλύτερα μέσα από τα τραγούδια που έφτιαξαν οι αγωνιστές απαθανατίζοντας την εμπειρία τους, βασισμένοι πάνω σε παλιότερα τραγούδια από όντως ανώνυμους δημιουργούς. Ο Βαγγέλης Σαράφης καταπιάνεται με το Χειρόγραφο Πίσσα και τη σημασία του για την κατανόηση της ιστορίας του τακτικού στρατού, από την οπτική ενός αξιωματικού. Η Ελευθερία Ζέη ξαναδιαβάζει τα απομνημονεύματα του Καλλίνικου Κριτοβουλίδη, αναδεικνύοντας την κεντρική τους σημασία για την κατανόηση της ιστορίας του 1821 στην Κρήτη, με τις εσωτερικές αντιπαλότητες μεταξύ των επαναστατών στο νησί, το ρόλο της μουσουλμανικής κοινότητας και την πολιτικοποίηση που συντελείται στη διάρκεια της Επανάστασης. Ο Δημήτρης Δημητρόπουλος διαβάζει μέσα από τα απομνημονεύματα του Αλέξιου Κουτσαλέξη την ιστορία της προσφυγιάς στη διάρκεια του Αγώνα, ανιχνεύοντας την υλικότητα και τις δυσκολίες της μετακίνησης. Ο Παναγιώτης Μιχαηλάρης αναλύει τις εκδόσεις και τις επανεκδόσεις των απομνημονευμάτων του Παλαιών Πατρών Γερμανού και αναδεικνύει τους προβληματισμούς που σχετίζονται με τη χρήση των απομνημονευμάτων στην ιστορική έρευνα. Η Άντα Διάλλα ανοίγει τη συζήτηση για το πώς τα απομνημονεύματα μπορούν να φωτίσουν την Επανάσταση ως διεθνές γεγονός, αναλύοντας τα απομνημονεύματα των Ρώσων Δεκεμβριστών και, μέσα από αυτά, τα διεθνή δίκτυα κίνησης και ανταλλαγής ιδεών. Στο ίδιο πνεύμα είναι και η συμβολή του Φραντσέσκο Σκαλόρα, ο οποίος καταπιάνεται με τα απομνημονεύματα των Ιταλών εξορίστων και πατριωτών στην επαναστατημένη Ελλάδα και ανιχνεύει τη θέση που είχε στη γεωγραφία της μνήμης η Ελληνική Επανάσταση ως κόμβος για τη διαμόρφωση μιας φιλελεύθερης ευρωπαϊκής ταυτότητας. Τέλος, το κείμενο της Σοφίας Λαΐου και του Μαρίνου Σαρηγιάννη επικεντρώνεται σε οθωμανικά απομνημονεύματα, φωτίζοντας την οθωμανική οπτική της Επανάστασης, τόσο σε επίπεδο στρατηγικών επιλογών όσο, κυρίως, σε επίπεδο νοοτροπιών, συμπεριφορών και συναισθημάτων.

Ο τόμος κλείνει με τις τοποθετήσεις στο στρογγυλό τραπέζι, με τίτλο «Μαρτυρία και παρελθόν: Ανασημασιοδοτώντας την εμπειρία». Τα αρχικά ερωτήματα, για τη σχέση της μαρτυρίας με τα απομνημονεύματα στην Επανάσταση του 1821, τον ρόλο του ενδιάμεσου ανάμεσα στα απομνημονεύματα και την ιστοριογραφική χρησιμότητά τους, έθεσε ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης. Από τους συνομιλητές του, η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου υπογράμμισε ότι η στροφή στη μαρτυρία αλλάζει ριζικά τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε το άτομο ως αφηγητή-συντελεστή της ιστορίας, ο Γεράσιμος Στεφανάτος μίλησε για τη μαρτυρία, το τραύμα και την ιστορική αλήθεια από ψυχαναλυτική σκοπιά, ο Κώστας Γιαννακόπουλος επικεντρώθηκε στο θέμα των σιωπών και της άρνησης της μαρτυρίας, και η Δήμητρα Λαμπροπούλου στον κοινωνικό ρόλο και στη διαλογική φύση της μαρτυρίας, καθώς και στον τρόπο που, ιδιαίτερα η προφορική μαρτυρία, αξιοποιείται από την ιστορία.

Στο σύνολό του ο τόμος αποτελεί μια σημαντική συμβολή στη συζήτηση για την Ελληνική Επανάσταση, στο πλαίσιο του εορτασμού των 200 χρόνων από την έναρξή της, από τη μια επειδή προσεγγίζει συστηματικά τα απομνημονεύματα ως ιστορική πηγή που δεν έχει πλήρως αξιοποιηθεί και συνεπώς ανοίγει τη βεντάλια των ερευνητικών ερωτημάτων σε ό,τι αφορά τον Αγώνα και από την άλλη επειδή το άνοιγμα αυτό γίνεται στη βάση μιας θεωρητικής συζήτησης για τη σχέση αφενός ανάμεσα στη μνήμη, τη μαρτυρία και την ιστορία, και αφετέρου ανάμεσα στις δημόσιες και ακαδημαϊκές χρήσεις και νοηματοδοτήσεις του παρελθόντος.

 

Αιμιλία Σαλβάνου, μεταδιδακτορική ερευνήτρια ΔΠΘ

Copyright Themes © 2023

Μετάβαση στο περιεχόμενο