Η δημόσια ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης: «Η μάχη της πλατείας»
Πώς θα έμοιαζε η Επανάσταση του 1821, αν αποδιδόταν σε σκίτσα; Πώς θα αναδομούσε το αφήγημα για το 1821 μια προσέγγιση που θα αποτυπωνόταν σε graphic novel; Δεν συναντάμε για πρώτη φορά εικονιστικές αφηγήσεις της Επανάστασης του 1821˙ από τη δεκαετία του 1950, τα «Κλασικά Εικονογραφημένα» βοηθούσαν τα παιδιά της εποχής να εξοικειωθούν με επεισόδια της Επανάστασης. Οι ιστορίες τους ήταν δομημένες κυρίως γύρω από τα κατορθώματα των ηρώων της και συνακόλουθα γύρω από τη δόξα της Επανάστασης, και τα σκίτσα συμπλήρωναν το κυρίαρχο αφήγημα: σε μεγάλο βαθμό θύμιζαν τα πορτραίτα των ηρώων στις σχολικές αίθουσες και βοηθούσαν στην εμπέδωση των πληροφοριών των εγχειριδίων.
Η μεγάλη άνθιση των graphic novels ωστόσο ήρθε στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Τότε ήταν που επανανακαλύφθηκαν ως λογοτεχνικό είδος, αφού ξεπεράστηκε σε μεγάλο βαθμό η επιφυλακτικότητα που υπήρχε απέναντι στα κόμικς της προηγούμενης περιόδου. Η αναγνώριση της επιδραστικότητας της εικόνας σε αναγνωστικό κοινό που είχε διαμορφωθεί μέσα από αυτήν έδωσε την απαραίτητη ώθηση για τη συστηματικότερη καλλιέργεια του είδους. Από τα magna ως τα doodle και τα graphic novels, η αφήγηση μέσω εικόνων (κατά κανόνα με συνοδευτικό κείμενο) απέκτησε διευρυμένο κοινό και νέους δημιουργούς. Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να σκεφτούμε και τα graphic novels που δημιουργήθηκαν γύρω από το θέμα της Ελληνικής Επανάστασης.
Πράγματι, από το 2010 και μετά, και πυκνότερα όσο πλησιάζαμε προς την επέτειο, άρχισαν να εμφανίζονται graphic novels με θέμα την Ελληνική Επανάσταση. Τα περισσότερα αποτελούσαν έργα μυθοπλασίας, βασισμένα σε έναν ιστορικό πυρήνα. Εξαίρεση αποτελεί το graphic novel του Αντώνη Νικολόπουλου (Soloup), Η μάχη της πλατείας, που εκδόθηκε το 2021 από τις εκδόσεις Ίκαρος. Πραγματεύεται την ιστορία της Επανάστασης, όπως την αφηγείται ένας άστεγος δάσκαλος στην πλατεία Κολοκοτρώνη σε μια νεαρή κοπέλα, στη σκιά του αγάλματος του Κολοκοτρώνη, στην οδό Σταδίου. Έτσι, το βιβλίο διαβάζεται σε δύο επίπεδα: το ένα αφορά το σήμερα, τη σύγχρονη αφήγηση, με ήρωες την κοπέλα και τον άστεγο, και το άλλο το παρελθόν, τον χρόνο της Επανάστασης του 1821. Η διάκριση δηλώνεται και μέσα από τους τρόπους της επεξεργασίας των εικόνων, με τα πιο έντονα χρώματα να αφορούν τον χρόνο του παρελθόντος, και τις αποχρώσεις του γκρι να χρωματίζουν τα καρέ που αφορούν το παρόν. Η αφήγηση είναι οργανωμένη σπονδυλωτά: 21 κεφάλαια συγκροτούν τις πέντε ενότητες του βιβλίου, Πλατεία, Χατζάρι, Σεργούνι, Ήρωες, Γκιλοτίνα. Στα κεφάλαια παρουσιάζονται επεισόδια στα οποία πρωταγωνιστούν οι ήρωες και αντιήρωες της Επανάστασης, αλλά και Οθωμανοί, Αιγύπτιοι, καθημερινοί άνθρωποι, στρατιωτικοί, πολιτικοί και διανοούμενοι, και περιγράφεται όχι μόνο η στρατιωτική, αλλά και η διανοητική, πολιτική και οικονομική ιστορία της εποχής, καθώς και η εμπειρία της καθημερινότητας. Στις 750 σελίδες του βιβλίου περιλαμβάνονται λεπτομερές χρονολόγιο και αναλυτική τεκμηρίωση των γεγονότων που παρουσιάζονται στην αφήγηση.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του είναι ο τρόπος που το βιβλίο συνομιλεί με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Από τις σελίδες του ξεπηδά όχι μόνο η ιστορία του 1821, αλλά και η σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας της κρίσης: η ελληνική κοινωνία των μνημονίων, οι διαδηλώσεις, ο ρατσισμός και η ξενοφοβία, η άνοδος της ακροδεξιάς, η φτώχεια. Παρελθόν και παρόν διαπλέκονται και το νόημα που παίρνει το παρελθόν διαθλάται μέσα από τις αγωνίες του παρόντος – όπως φαίνεται πολύ καθαρά στο κεφάλαιο που αφιερώνεται στο σύνθημα που έγραψαν αντιμνημονιακοί διαδηλωτές στη βάση του αγάλματος του Κολοκοτρώνη. Το ζήτημα εδώ δεν είναι μόνο το πώς το παρελθόν έχει διαμορφώσει τη ματιά μας στο παρόν αλλά κυρίως το αντίστροφο, στο πώς δηλαδή επανεξετάζουμε και δίνουμε καινούργια νοήματα στο παρελθόν μέσα από τις προκλήσεις του παρόντος. Και αυτό το διακρίνουμε με δύο τρόπους: ο ένας είναι ο άμεσος, αυτός που παραπέμπει με ευθύτητα στη σύγχρονη ιστορία. Είναι αδύνατον να διαβάσει κανείς το βιβλίο και να μη διακρίνει τις αναφορές στις εμπειρίες της δεκαετίας της κρίσης, μικρά και μεγαλύτερα επεισόδια που είχαν απασχολήσει την κοινή γνώμη, που διαμόρφωσαν τον φακό μέσα από τον οποίο διαβάσαμε τη θέση μας στην πόλη αλλά και στον ιστορικό χρόνο. Ακόμη και ο τίτλος του βιβλίου, Η μάχη της πλατείας, παραπέμπει συνειρμικά στο κίνημα το πλατειών, στη διεκδίκηση δηλαδή του δημόσιου χώρου που ξεκίνησε στη διάρκεια της κρίσης και διαδραματίστηκε και πέρα από την πλατεία Συντάγματος, σε πολλές πλατείες της πρωτεύουσας, είτε με ευρύτερα είτε με τοπικά προσδιορισμένα αιτήματα. Ο δεύτερος τρόπος έχει έναν μάλλον πιο έμμεσο χαρακτήρα, και αφορά τον τρόπο με τον οποίο ο αφηγητής προσεγγίζει την Επανάσταση του 1821. Δεν είναι μόνο το εύρημα της σπονδυλωτής αφήγησης ή η πολλαπλότητα των φωνών στην οποία αναφέρομαι εδώ. Αυτό που έχει πρόσθετο ενδιαφέρον είναι τα επεισόδια στα οποία εστιάζει ο αφηγητής και η ρεαλιστικότητα με την οποία τα αποδίδει. Δεν διαβάζεται με συναισθηματική ευκολία το βιβλίο. Η βία του πολέμου, που ξεπηδά από τις σελίδες του και που αφορά όλους τους εμπλεκόμενους, δεν αφήνει πολλά περιθώρια για ωραιοποιήσεις και εύκολες συναισθηματικές ανατάσεις. Αυτά όμως είναι ερωτήματα της σύγχρονης ιστοριογραφικής έρευνας, επικαθορισμένα από τη στροφή στο βίωμα και την εμπειρία. Στις σύγχρονες αντιλήψεις για την Επανάσταση ανήκει και η αντιμετώπισή της (που υιοθετεί ο Soloup) ως διεθνές γεγονός. Η διεθνής απήχηση της Επανάστασης, ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων, ο φιλελληνισμός, η συνάντηση των Ελλήνων των επαναστατημένων περιοχών με τους Έλληνες των παροικιών, όλα είναι ζητήματα που απασχολούν τη σύγχρονη ιστοριογραφία και που βρίσκουν τη θέση τους στο graphic novel.
Κλείνοντας, έχει σημασία να δούμε το graphic novel σε συνδυασμό με τη σχετική ιστοσελίδα, το ντοκιμαντέρ και την έκθεση που διοργανώθηκε στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Με κέντρο το βιβλίο, διαμορφώθηκε μια πολυμεσική συνθήκη μέσα από την οποία μπορεί κανείς να προσεγγίσει την Επανάσταση του 1821, από διάφορες οπτικές, με ποικίλους τρόπους και διαδρομές, πιάνοντας το νήμα από ένα σημείο που τον ενδιαφέρει και εξερευνώντας όψεις της ιστορίας που ενδεχομένως ως τώρα δεν τον είχαν απασχολήσει. «Ξέχνα αυτά που σου μάθανε στο σχολείο» λέει κάποια στιγμή ο άστεγος δάσκαλος στην κοπέλα, καλώντας και μας να τους ακολουθήσουμε σε ένα ταξίδι ψηλάφησης των ιχνών και ανασυγκρότησης της πολυπλοκότητας του κόσμου των αρχών του 19ου αιώνα, χωρίς την παραμικρή αναίρεση της κεντρικής σημασίας της Επανάστασης και της σπουδαιότητάς της τόσο στην εποχή της όσο και σήμερα (πράγμα που φαίνεται και από τις συνεχείς αναφορές στην κεντρική θέση που αυτή κατέχει στο φαντασιακό των ανθρώπων).
Αιμιλία Σαλβάνου, μεταδιδακτορική ερευνήτρια ΔΠΘ