Ο δημόσιος λόγος για την επέτειο: Η δημοκρατική παράδοση της Επανάστασης
Οι εφημερίδες αποτελούν έναν από τους σημαντικούς φορείς μέσα από τους οποίους εκφέρεται και ταυτόχρονα διαμορφώνεται ο δημόσιος λόγος για την ιστορία. Τα σχετικά, μάλιστα, κείμενα πυκνώνουν πολύ με αφορμή επετείους ή σημαντικά γεγονότα του παρόντος για τα οποία γίνεται επίκληση στο παρελθόν. Από τη διαδικασία αυτή δεν θα μπορούσε να εξαιρεθεί η επέτειος των διακοσίων χρόνων από την Επανάσταση του 1821. Ούτως ή άλλως, ήδη από τις πρώτες επετείους της, η Επανάσταση, ως γενέθλιος πράξη του σύγχρονου ελληνικού έθνους και στη συνέχεια κράτους, προκαλούσε έντονες συζητήσεις για το νόημα, τη σημασία και τις παραμέτρους που την καθόρισαν. Ήδη λοιπόν από τις αρχές του 2021, οι εφημερίδες φιλοξενούσαν σχετικά άρθρα ιστορικών, πολιτικών και κοινωνικών επιστημόνων, που πραγματεύονταν το νόημα της Επανάστασης διακόσια χρόνια μετά. Τα αφηγήματα που διαμορφώθηκαν κινήθηκαν σε δυο βασικούς άξονες. Ο πρώτος αφορούσε τη διαπραγμάτευση ανάμεσα στην πρόσληψη της Επανάστασης ως εθνικού και ως διεθνούς γεγονότος. Ο δεύτερος την εξισορρόπηση ανάμεσα στο εκσυγχρονιστικό αφήγημα και την προσέγγιση των δημοκρατικών χαρακτηριστικών της Επανάστασης.
Στο κείμενο αυτό θα ασχοληθούμε με τον δεύτερο άξονα, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου 1821. Διακόσια χρόνια ιστορίας. Η δημοκρατική παράδοση, σε επιμέλεια του Αντώνη Λιάκου (Θεμέλιο: 2021). Τα δεκατέσσερα κείμενα του τόμου, γραμμένα από ιστορικούς, φιλοσόφους και πολιτικούς επιστήμονες, πρωτοδημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Αυγή» στη διάρκεια του 2021. Σε αυτά, όπως και στη συζήτηση με την οποία κλείνει ο τόμος, αναδεικνύονται όψεις της Επανάστασης που εστιάζουν κατά κύριο λόγο στην ιστορία των ιδεών και στο πώς αυτές συναντήθηκαν με την επαναστατική διαδικασία, την μπόλιασαν και μπολιάστηκαν από αυτήν, αλλά και στον απόηχο που άφησαν. Το βιβλίο οργανώνεται σε τρία μέρη (Επανάσταση-Δημοκρατικές Υποθήκες-Συζήτηση), στα οποία οι συγγραφείς καταπιάνονται με συγκεκριμένα θέματα της επαναστατικής διαδικασίας προκειμένου να φωτίσουν ευρύτερα ζητήματα.
Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει τις συμβολές των Αντώνη Λιάκου, Χριστίνας Κουλούρη, Νίκου Θεοτοκά, Πόπης Πολέμη (σε συνεργασία με την Άννα Ματθαίου), Σίας Αναγνωστοπούλου και Αριστείδη Μπαλτά. Ο Αντώνης Λιάκος, στο κείμενό του με τίτλο «1821-2021: Αναζητώντας τη συνειδησιακή ενδοχώρα» ανοίγει τη συζήτηση σχετικά με το ποιο θα είναι το στίγμα της επετείου σχετικά με την πρόσληψη της Επανάστασης. Πιάνοντας το νήμα από το πώς προσλήφθηκε η Επανάσταση ως γεγονός ήδη από την εποχή της και προχωρώντας στις νοηματοδοτήσεις της με αφορμή τα προηγούμενα ιωβηλαία, ο Λιάκος θέτει σε κριτική τον απομονωτισμό της αποκλειστικής πρόσληψης εντός του εθνικού πλαισίου και υπογραμμίζει ότι ο παγκόσμιος χαρακτήρας της και η δημοκρατική παράδοση της Επανάστασης είναι στοιχεία που θα πρέπει να ξαναμπούν στη συζήτηση με αφορμή την επέτειο. Η Χριστίνα Κουλούρη γράφει για «Το έθνος-φοίνικα» και επικεντρώνεται στις διανοητικές διαδρομές που ακολούθησε η έννοια της παλιγγενεσίας καθώς και στον τρόπο με τον οποίο η έννοια έφτασε στο σημείο να περιλαμβάνει, εκτός από την ίδια την Επανάσταση, όλη την ιστορική πορεία του ελληνικού έθνους μέχρι το 1930. Ο Νίκος Θεοτοκάς εστιάζει στον διανοητικό σεισμό που συνδέεται με την Επανάσταση του 1821. Όπως δηλώνει ακόμα και ο τίτλος του κειμένου του, «1821: Όταν οι επαναστάτες γκρέμισαν τον μόνο κόσμο που θα μπορούσε να τους χωρέσει», ο Θεοτοκάς αναλύει τον τρόπο που αφενός η Επανάσταση παράγει τα υποκείμενά της, και αφετέρου τον τρόπο που οι κραδασμοί δεν τελειώνουν με τη λήξη της, αλλά συνεχίζονται μέσα από ανταγωνισμούς, αντιφάσεις, ωσμώσεις και συγκρούσεις για αρκετές δεκαετίες μετά από αυτήν. Η Πόπη Πολέμη αναδεικνύει τη συμβολή του βιβλίου στην Επανάσταση. Στο άρθρο της που έχει τίτλο «Το βιβλίο και οι αντινομίες των επαναστατικών καιρών», ιχνηλατεί την πορεία από την εκδοτική παραγωγή του Διαφωτισμού και τις περιπέτειες των εκδόσεων κατά την επαναστατική περίοδο στην εκδοτική παραγωγή στις απελευθερωμένες περιοχές και τα πρώτα τυπογραφεία του ελληνικού κράτους, προσκαλώντας μας να ξαναδιαβάσουμε την Επανάσταση και μέσα από την ιστορία του εκδοτικού φαινομένου. Για τη «Νεοτερικότητα της Επανάστασης και τους κόμπους της ιστορίας» γράφει η Σία Αναγνωστοπούλου. Η ιδέα που εισάγει είναι ότι πολύ γρήγορα, στον πυρήνα της νεοτερικότητας που εξέφρασε η Επανάσταση, φώλιασαν στρεβλώσεις («κόμποι»), μέσα από τις οποίες αναπαράγονται υλικά του παλαιού κόσμου. Στην ελληνική περίπτωση το κατεξοχήν παράδειγμα αποτελεί η εκσυγχρονιστική διάσταση της Επανάστασης, που μπορεί στο πέρασμα των χρόνων να ενσωμάτωσε διαφορετικά νοήματα, ποτέ όμως δεν απέκτησε χειραφετητική δυναμική. Το πρώτο μέρος κλείνει με το κείμενο του Αριστείδη Μπαλτά με τίτλο «Πατριδογνωσία των αισθήσεων, στερέωση της μνήμης: Όψη και κόψη». Στο κείμενο αυτό ο Μπαλτάς αναφέρεται στη βαθιά μνήμη που απορρέει από τον ίδιο τον τόπο και την εμπειρία που παράγεται σε αυτόν. Η μνήμη στη μακρά διάρκεια συναντά την ανάγκη στερέωσής της, και με τον τρόπο αυτό εισάγεται στη συζήτηση η διαδικασία επιλογής των επιλεκτέων μνημών με άξονα τις δημοκρατικές παραδόσεις της Επανάστασης.
Το δεύτερο μέρος οργανώνεται γύρω από τον γενικό τίτλο «Οι δημοκρατικές υποθήκες». «Ποιο είναι το ελληνικό “We the people” σήμερα;», αναρωτιέται ο Δημήτρης Χριστόπουλος κάνοντας μια ανασκόπηση της ελληνικής πολιτειότητας από τα συντάγματα της Επανάστασης μέχρι τον κώδικα της ιθαγένειας του 2015. Στο κείμενό του καταλήγει στο κρίσιμο ζήτημα της ανάγκης της επικαιροποίησης των ζητημάτων συμπερίληψης που τέθηκαν στην ιστορική αφετηρία του ελληνικού κράτους με σεβασμό στην δημοκρατική κληρονομιά της. Ο Νίκος Μουζέλης στην «Πορεία του ελληνικού κοινοβουλευτισμού», πιάνει το νήμα της ιστορίας του κοινοβουλευτισμού στο ελληνικό κράτος από το 1844 ως τις μέρες μας. Καταδεικνύει ότι σε κάθε μια από τις μεγάλες περιόδους της ιστορίας του ελληνικού κράτους, οι μεγάλες ιστορικές αλλαγές διαμόρφωσαν την ανάγκη νέων πολιτικών και πολιτειακών ισορροπιών στη λειτουργία του κοινοβουλίου και ότι οι σύγχρονες προκλήσεις συνδέονται με την ανάγκη ενός κοινοβουλευτισμού που θα μετακινηθεί από τα πελατειακά συμφέροντα σε εθνικούς και κοινωνικούς στόχους. Με τις δημοκρατικές παρακαταθήκες της Επανάστασης του 1862 καταπιάνεται ο Γιώργος Σωτηρέλης, στο κείμενό του με τίτλο «Η παραγνωρισμένη επανάσταση. Το 1862 ως προέκταση και ολοκλήρωση του 1821», υπογραμμίζοντας την αντιστοίχισή της με τις παρακαταθήκες της Επανάστασης του 1821 και τη συμβολή της στην πορεία της χώρας στην κατεύθυνση του ευρωπαϊκού δημοκρατικού συνταγματισμού. Στην έννοια της λαϊκής κυριαρχίας επικεντρώνεται ο Γιάννης Σταυρακάκης, στο κείμενό του «Η Επανάσταση του 1821 και η δυναμική της λαϊκής κυριαρχίας». Ο Σταυρακάκης ανιχνεύει τις εννοιολογικές διαδρομές του όρου «λαϊκή κυριαρχία» από τον 19ο αιώνα και ύστερα και τον τρόπο που αυτός συνδέεται με το αίτημα της δημοκρατικής πολιτικής. Με την ιστορία και τις νοηματοδοτήσεις των όρων ασχολείται ο Πολυμέρης Βόγλης στην «Επανάσταση και ανεξαρτησία». Ο Βόγλης εστιάζει στην ίδια την έννοια της επανάστασης, στον τρόπο που επικράτησε ως ο κυρίαρχος όρος με τον οποίο αναφερόμαστε στο 1821 και την ευκαιρία που δίνει η επέτειος να ξανασκεφτούμε και να επικαιροποιήσουμε τις σημασίες, μπροστά στην ανάγκη ενός νέου αφηγήματός της. Για τη σχέση της Αριστεράς με το 1821 γράφει ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης στο κείμενό του με τίτλο «1821 και Αριστερά», ανιχνεύοντας τη γενεαλογία της πρόσληψης της Επανάστασης από την Αριστερά από τις αρχές του 20ου αιώνα ως τις μέρες μας. Την έμφυλη διάσταση της εθνικής ταυτότητας και τον τρόπο που αυτή επηρεάστηκε από τις προσλήψεις της ισοπολιτείας εξετάζει η Μαρία Ρεπούση στο κείμενό της «1821-2021: Η ποιητική του φύλου», αναδεικνύοντας νέους τρόπους ανάγνωσης της Επανάστασης, αλλά και κατανόησης του τρόπου με τον οποίο έχει διαμορφωθεί η ελληνική πολιτειότητα. Με την ιστορία της εκπαίδευσης καταπιάνεται ο Παντελής Κυπριανός στη συμβολή του με τίτλο «200 χρόνια ελληνική εκπαίδευση: Η συντηρητική ματαίωση». Ο Κυπριανός αναδεικνύει πώς, τουλάχιστον μέχρι τη μεταπολίτευση, ένας συνδυασμός παραγόντων μεταξύ των οποίων η συντηρητική πολιτική και η κρατική γραφειοκρατία ματαίωσαν την διαφωτιστική δυναμική των επαναστατικών κειμένων και οδήγησαν στην αδυναμία της ελληνικής εκπαίδευσης να παρακολουθήσει τις διεθνείς εξελίξεις.
Το τρίτο μέρος του βιβλίου περιλαμβάνει τη συζήτηση μεταξύ του Αντώνη Λιάκου και του Δημήτρη Αρβανιτάκη σχετικά με τις ριζοσπαστικές καταβολές της επανάστασης. Το τρίτο μέρος τιτλοφορείται «Η ριζοσπαστική στιγμή της ελληνικής χειραφέτησης: 1797-1799 στα Επτάνησα» και με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του Δημήτρη Αρβανιτάκη, Η Αγωγή του Πολίτη. Η γαλλική παρουσία στο Ιόνιο (1797-1799) και το έθνος των Ελλήνων, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 2020). Από τη συζήτηση αναδεικνύεται ο τρόπος με τον οποίο το 1821 αποτελεί χρονότοπο στον οποίο συμπυκνώνονται, εκτός από την ίδια την Επανάσταση, το σύνολο των διαδικασιών, ζυμώσεων και γεγονότων που οδήγησαν σε αυτήν. Αναδεικνύεται επίσης ο ριζοσπαστισμός των ιδεών και των κοινωνικών ζυμώσεων που προηγήθηκαν, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα Επτάνησα. Η συζήτηση, που αφορά σε μεγάλο βαθμό τις γέφυρες ανάμεσα στην Ιταλία, τα Ιόνια νησιά και την υπό διαμόρφωση Ελλάδα, αναδεικνύει μέσα από έναν διαφορετικό, σε σχέση με τα προηγούμενα κείμενα, δρόμο, την ανάγκη να εστιάσουμε στις δημοκρατικές παρακαταθήκες της Επανάστασης, και μάλιστα στις πιο ριζοσπαστικές τους στιγμές, πριν το εθνικό προκριθεί σε σχέση με το κοινωνικό.
Το σύνολο των συμβολών του τόμου, και ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψιν ότι τα κείμενα είχαν κυκλοφορήσει αρχικά στον τύπο, αποτελούν μια σημαντική συμβολή στη δημόσια ιστορία της Επανάστασης στην επέτειο των διακοσίων χρόνων. Συμβάλλουν με ουσιαστικό τρόπο στην επικαιροποίηση του νοήματος της επαναστατικής διαδικασίας του 19ου αιώνα, έχοντας το θάρρος να ανοίξουν ερωτήματα που συχνά είναι κριτικά και δημιουργούν μια δυναμική ισορροπίας έντασης με τις επικρατούσες προσλήψεις του 1821. Αντί για την εμμονή στον απομονωτισμό του εθνικού πλαισίου και την πρόκριση του αφηγήματος της εθνικής υπεροχής (και του αντίστροφού του, της εθνικής εξάρτησης), ξαναβάζουν στον χάρτη τις παγκόσμιες παραμέτρους της Επανάστασης, αλλά κυρίως τα κοινωνικά της αιτήματα και τις δημοκρατικές παρακαταθήκες: τη ριζοσπαστικότητά της, η οποία τείνει να καταδικαστεί σε εθνική λήθη.
Αιμιλία Σαλβάνου, μεταδιδακτορική ερευνήτρια ΔΠΘ